- πάμπα
- (pampa). Λέξη ινδιάνικης προέλευσης (από τη γλώσσα κέτσουα), που σημαίνει την πεδινή περιοχή της Νότιας Αμερικής στη βορειοκεντρική Αργεντινή. Η π. εκτείνεται μεταξύ των Άνδεων και της καθαυτό πεδινής περιοχής ή της ατλαντικής ακτής, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα περιβάλλον στέπας, που περνά από τη μορφή ερήμου στο δυτικό τμήμα (ηπειρωτικό κλίμα, ανδικό φράγμα) σε μία άλλη μορφή, περίπου σαβάνας στο ανατολικό. Επικρατούν τα αγρωστοειδή και τα ποώδη, πολυετή μερικές φορές, τα οποία στις βαλτώδεις περιοχές παίρνουν την όψη καλαμώνων. Εκτός από τους ατμοσφαιρικούς παράγοντες στη σύσταση αυτού του περιβάλλοντος συντελούν ουσιαστικά και οι πεδολογικοί παράγοντες, που μαζί με τους πρώτους το κάνουν αφιλόξενο για τα δέντρα, τα οποία εξ αιτίας αυτού πολύ σπάνια. Το έδαφος είναι κατά ένα μέρος απογυμνωμένο και φτωχό: μερικές φορές υψώνονται σύννεφα σκόνης από τον παμπέρο, ορμητικό και θυελλώδη άνεμο, κυρίως καλοκαιρινό. Η π. χαρακτηρίζεται από την ποιμενική κτηνοτροφία (βοοειδή και προβατοειδή) που έχει προσλάβει, σε ορισμένα σημεία, τόση σημασία ώστε να ρυθμίζει κατά μεγάλο μέρος την οικονομία της Αργεντινής. Κατά τα τελευταία χρόνια μερικά τμήματα της π. έχουν αποδοθεί στην καλλιέργεια (κτηνοτροφές, στάρι, καλαμπόκι κλπ.) με μεγάλη επιτυχία.
Ένα κάρο που θυμίζει την εποχή των πρώτων αποίκων.
Τοπίο της παταγονικής πάμπα Εσκέλ στην Αργεντινή.
* * *η1. μεγάλη άδενδρη περιοχή τής Νότιας Αμερικής η οποία χαρακτηρίζεται από ποώδη κυρίως βλάστηση, από λίγα και σποραδικά φυλλοβόλα δάση και από στεπποειδείς χορτολειμώνες2. ως κύριο όν. τεράστια πεδιάδα τής κεντρικής Αργεντινής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμερικανοϊσπ. pampa].
Dictionary of Greek. 2013.